Οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν έφεραν απλώς κλειστούς δρόμους. Έφεραν ξανά στο προσκήνιο μια συζήτηση που η χώρα αποφεύγει εδώ και χρόνια: ποιο είναι το μέλλον του πρωτογενούς τομέα και πώς μπορεί να γίνει πραγματικά βιώσιμος, ανταγωνιστικός και ελκυστικός για τις επόμενες γενιές.
Για άλλη μια φορά, η δημόσια συζήτηση εγκλωβίζεται σε επιδοτήσεις, αποζημιώσεις και τιμές ενέργειας. Όμως αυτά είναι μόνο τα συμπτώματα. Η αιτία βρίσκεται αλλού. Ο κλάδος δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς διάλογο, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς στρατηγική και δεν μπορεί να γίνει ανταγωνιστικός χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτά τα τρία στοιχεία δεν είναι ανεξάρτητα, είναι αλληλένδετα και αλληλοτροφοδοτούνται.
Την τελευταία πενταετία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει προχωρήσει σε μια σειρά παρεμβάσεων που δείχνουν ότι ο πρωτογενής τομέας βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα: μέτρα για τη φορολογία, το κόστος παραγωγής, την ενέργεια, χρηματοδοτικά εργαλεία, αποζημιώσεις και στήριξη σε φυσικές καταστροφές. Είναι μέτρα που αποτυπώνουν σαφή στήριξη. Όμως, όσο σημαντικά κι αν είναι, δεν αρκούν από μόνα τους για να αλλάξουν τη δομή και τη δυναμική του κλάδου. Η μετάβαση απαιτεί κάτι βαθύτερο, συνεκτική στρατηγική και σταθερό διάλογο.
Το πραγματικό ζητούμενο είναι ο καθορισμός μιας στρατηγικής μετάβασης. Μιας στρατηγικής που θα αυξήσει την παραγωγικότητα, θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κλάδου. Χρειαζόμαστε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, ξεκάθαρους στόχους για την παραγωγικότητα, κατεύθυνση για το τι παράγουμε και σε ποιες αγορές θέλουμε να απευθυνθούμε.
Η παραγωγικότητα είναι το «κρυφό» πρόβλημα του ελληνικού αγροτικού τομέα. Όταν η παραγωγή ανά στρέμμα ή ανά εργαζόμενο είναι χαμηλή, το κόστος ανά μονάδα προϊόντος ανεβαίνει. Η ανταγωνιστικότητα πέφτει. Οι αγρότες πιέζονται οικονομικά και τελικά ζητούν συνεχώς ενισχύσεις για να επιβιώσουν. Είναι λοιπόν ένας φαύλος κύκλος.
Και αυτός ο κύκλος δεν σπάει με επιδοτήσεις. Σπάει με νέες τεχνολογίες και εκπαίδευση. Για παράδειγμα, η ευφυής γεωργία μπορεί να αυξήσει την παραγωγή κατά 20%–30%, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονται αισθητήρες, δεδομένα, σύγχρονα συστήματα άρδευσης, ψηφιακή παρακολούθηση, κατάρτιση των παραγωγών. Χρειάζεται μια κουλτούρα που να βλέπει την τεχνολογία όχι ως απειλή, αλλά ως εργαλείο.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα δεν είναι μόνο θέμα κόστους. Στην παγκόσμια αγορά κερδίζουν όσοι έχουν ποιότητα, πιστοποίηση, ιχνηλασιμότητα, branding, συνέπεια. Και όλα αυτά απαιτούν συντονισμό, συνεργασία και στρατηγική, όχι μόνο επιδοτήσεις.
Αν ο πρωτογενής τομέας δεν γίνει βιώσιμος, τεχνολογικά σύγχρονος και οικονομικά σταθερός, τότε οι νέοι άνθρωποι δεν θα στραφούν σε αυτόν. Και χωρίς νέους, δεν υπάρχει μέλλον.
Η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται με νόμους. Αυξάνεται με επενδύσεις, αλλαγή νοοτροπίας, γνώση, στρατηγική και διάλογο. Όμως εδώ προκύπτει το κρίσιμο ερώτημα: για ποιον διάλογο μιλάμε;
Οι αγρότες έχουν δίκαια αιτήματα και κανείς δεν αμφισβητεί τις πραγματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κλάδος. Ωστόσο, όταν τίθεται ως προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνάντηση η ύπαρξη «σαφών και συγκεκριμένων απαντήσεων και δεσμεύσεων» εκ των προτέρων, τότε η συνάντηση χάνει το νοημά της, θα έχει μόνο τυπικό χαρακτήρα. Ο ουσιαστικός διάλογος προϋποθέτει διαπραγμάτευση, ανταλλαγή επιχειρημάτων, αναζήτηση κοινού τόπου, όχι τελεσίγραφα. Αν όλα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση, τότε δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα να συζητηθεί. Ο διάλογος είναι προϋπόθεση προόδου και αποτελεί το μόνο εργαλείο που μπορεί να δημιουργήσει ένα κοινό πλαίσιο για το αύριο.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταστήσει σαφές ότι επιδιώκει έναν διάλογο που δεν θα εξαντλείται στα άμεσα και πιεστικά ζητήματα, αλλά θα ανοίγει τη συζήτηση για τη συνολική στρατηγική του πρωτογενούς τομέα. Θέλει ο διάλογος να αφορά όχι μόνο το κόστος παραγωγής ή τις αποζημιώσεις, αλλά και τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων, την ανταγωνιστικότητα, την προσαρμογή στους ευρωπαϊκούς κανόνες, την τεχνολογική αναβάθμιση, καθώς και τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή προοπτική του κλάδου, εντός των οικονομικών και θεσμικών ορίων.
Κυβέρνηση και αγρότες δεν μπορούν να λειτουργούν ως δύο αντίπαλοι πόλοι. Χρειάζονται έναν κοινό χώρο συνεννόησης, όπου θα συμφωνήσουν σε στόχους, προτεραιότητες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.
Ο διάλογος δεν αφορά μόνο το σήμερα, αφορά το μέλλον ενός κλάδου που μπορεί και πρέπει να γίνει πυλώνας ανάπτυξης για τη χώρα.
*Η Χριστίνα Κυρίτση είναι Οικονομολόγος








