Οι άνθρωποι δίνουν πάντα προτεραιότητα στα άμεσα προβλήματα και παραμερίζουν όσα φαίνονται πιο μακρινά. Το τίμημα, όμως, είναι βαρύ: ζητήματα που μένουν άλυτα γιγαντώνονται και όταν χρειαστεί να ληφθούν μέτρα, είναι πια αργά.
Ένα τέτοιο ζήτημα είναι το δημογραφικό. Η Ελλάδα μικραίνει πληθυσμιακά – και μάλιστα με ανησυχητικούς ρυθμούς. Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα πολυμελή νοικοκυριά με πέντε και πλέον παιδιά ήταν κανόνας. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αισιοδοξία για την ειρήνη έφερε τους baby boomers, τους σημερινούς συνταξιούχους άνω των 65 ετών. Αργότερα, στις δεκαετίες του ’80, του ’90, και στις αρχές του millennial η οικονομική ευφορία από την ένταξη στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη δημιούργησε ευνοϊκό κλίμα για νέες γεννήσεις.
Η εικόνα αυτή κατέρρευσε με τα μνημόνια. Τα εισοδήματα μειώθηκαν, η ανεργία εκτοξεύτηκε, οι δουλειές έγιναν κακοπληρωμένες και δεκάδες χιλιάδες νέοι έφυγαν στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα: λιγότερα παιδιά, περισσότερη αβεβαιότητα.
Σήμερα, η Ελλάδα έχει δείκτη γονιμότητας μόλις 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, έναντι του 2,1 που απαιτείται για ανανέωση πληθυσμού. Η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους είναι 1,7 προς 1 – ένας αριθμός που καθιστά το ασφαλιστικό σύστημα μη βιώσιμο. Παράλληλα, το εργατικό δυναμικό γερνάει, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την παραγωγικότητα, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Το δημογραφικό δεν είναι απλώς στατιστική. Είναι βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας. Όταν μικραίνει ο πληθυσμός, μικραίνουν και οι δυνατότητες ανάπτυξης. Και όλα αυτά σε μια περιοχή όπου οι γείτονες αυξάνονται και πληθύνονται.
Η πολιτεία έχει αναγνωρίσει τον κίνδυνο. Μέτρα όπως φοροαπαλλαγές, επιδόματα, παιδικοί σταθμοί και δημόσια ΚΔΑΠ βρίσκονται ήδη σε εφαρμογή. Όμως, χρειάζονται περισσότερα. Χρειάζονται πιο ουσιαστικές και «συστημικές» λύσεις: στεγαστική πολιτική για νέες οικογένειες, ενίσχυση της ισορροπίας εργασίας–οικογένειας, κίνητρα για την επιστροφή των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό ή θεσμικό. Είναι και κοινωνικό. Πολλά ζευγάρια –ακόμη και ευκατάστατα– διστάζουν να κάνουν περισσότερα παιδιά, προτιμώντας την ασφάλεια της «ζώνης άνεσης». Η οικογένεια θεωρείται βάρος, οι ευθύνες αποφεύγονται, η εργένικη ζωή μοιάζει πιο εύκολη.
Αν αυτή η νοοτροπία δεν αλλάξει, καμία πολιτική δεν θα φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν πρόκειται μόνο για «εθνικό καθήκον». Πρόκειται για τη χαρά και την πληρότητα που φέρνουν τα παιδιά. Για την ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι μέσα από την ανατροφή τους.
Ναι, τα παιδιά φέρνουν κόπο και ευθύνες. Αλλά οι χαρές που προσφέρουν είναι ανεκτίμητες. Όπως έλεγε ο παππούς μου: «Η μεγάλη οικογένεια είναι δύναμη». Και αυτή η δύναμη είναι που μπορεί να κρατήσει ζωντανή την Ελλάδα στο μέλλον.
*Ο κ. Γιώργος Κόκκας είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων και Οργανισμών