Στην καρδιά των συζητήσεων για το μέλλον της πόλης, η καθηγήτρια Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Κατερίνα Σαρρή, θέτει επί τάπητος μια σειρά ρεαλιστικών αξόνων και προτάσεων, απορρίπτοντας τη λογική των ευχολογίων και προτάσσοντας τη σημασία της στρατηγικής, των συνεργειών και της εφαρμογής.
Από το «ευχολόγιο» στη δράση: Το νέο αφήγημα για τη Θεσσαλονίκη
Κατά την ίδια, η απάντηση στο ερώτημα αν μπορεί η πόλη να πρωταγωνιστήσει ξανά στην οικονομική ανάπτυξη είναι ξεκάθαρη: ναι – αλλά όχι χωρίς όραμα, σχέδιο και συνεργασία. Η Θεσσαλονίκη, όπως τονίζει, δεν υστερεί σε δυναμικό ούτε σε ευκαιρίες. Αντιθέτως, διαθέτει ισχυρή βάση με πλούσια ιστορία, στρατηγική γεωγραφική θέση, ισχυρό ακαδημαϊκό αποτύπωμα και μια μοναδική ταυτότητα που συνδυάζει πολιτισμό, νεανικότητα, καινοτομία και επιχειρείν.
Ωστόσο, σύμφωνα με την κα Σαρρή, αυτά δεν αρκούν. Η πόλη έχει ανάγκη από οριζόντιες διασυνδέσεις, πρακτικά εργαλεία, σταθερή στρατηγική προσέλκυσης επενδύσεων και καλλιέργεια επιχειρηματικής κουλτούρας. Το στοίχημα είναι η ενεργοποίηση των πόρων αυτών μέσα από μια συνεκτική, φιλόδοξη αλλά ταυτόχρονα εφαρμόσιμη αναπτυξιακή στρατηγική που θα κρατήσει τους νέους στην πόλη, θα μαγνητίσει επενδυτές και θα απελευθερώσει τη δυναμική της καινοτομίας.
«Η επιχειρηματικότητα δεν είναι απλώς δημιουργία επιχειρήσεων», επισημαίνει η ίδια προσθέτοντας ότι «είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου εντοπίζουμε ευκαιρίες, λύνουμε προβλήματα και μετατρέπουμε ιδέες σε αξία για την οικονομία και την κοινωνία». Η Θεσσαλονίκη, όπως εξηγεί, έχει ήδη τα συστατικά μιας δυναμικής οικονομίας βασισμένης στην καινοτομία. Εκείνο που λείπει είναι η σύνδεση των επιμέρους κρίκων της αλυσίδας και η κοινή στρατηγική.
Άξονες στρατηγικής παρέμβασης
Η κα Σαρρή έχει προτείνει έναν σαφή και εφαρμόσιμο σχεδιασμό βασισμένο σε τέσσερις στρατηγικούς άξονες:
1. Ανάπτυξη λειτουργικού οικοσυστήματος συνεργασίας
Η επιχειρηματικότητα, υπογραμμίζει, δεν είναι ατομικό άθλημα. Χρειάζεται ένα σταθερό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ Πανεπιστημίων, επιχειρήσεων, Περιφέρειας και Δήμου, ερευνητικών κέντρων και φορέων εκπροσώπησης. Προτείνει τη θεσμοθέτηση μιας στρογγυλής τράπεζας που θα συνεδριάζει ανά τρίμηνο ή εξάμηνο με στόχο τον κοινό σχεδιασμό πολιτικών και δράσεων. Ένας τέτοιος κόμβος συνεργασίας μπορεί να συντονίσει τις δυνάμεις της πόλης προς έναν ενιαίο στόχο.
2. Ενίσχυση της διασύνδεσης Πανεπιστημίων και επιχειρήσεων
Η Θεσσαλονίκη διαθέτει πάνω από 100.000 φοιτητές και ισχυρό ερευνητικό κεφάλαιο. Η διασύνδεση όμως παραμένει αποσπασματική. Ενδεικτικό είναι πως στο ΠΑΜΑΚ οι φοιτητές του Τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής προσλαμβάνονται από επιχειρήσεις πριν καν πάρουν πτυχίο. Η καθηγήτρια τονίζει την ανάγκη πρακτικής άσκησης των φοιτητών και στις νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), ώστε να ενισχυθεί η κουλτούρα δημιουργικότητας και η μεταφορά τεχνογνωσίας.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης το παράδειγμα των 47 τεχνοβλαστών (spin-offs) της Θεσσαλονίκης: 19 προέρχονται από το ΑΠΘ, 23 από το ΕΚΕΤΑ, 5 από το ΠΑΜΑΚ και 3 διαμορφώνονται στο Διεθνές Πανεπιστήμιο. Αυτά τα σχήματα μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς καινοτομίας και παραγωγής προστιθέμενης αξίας, εφόσον υποστηριχθούν με κατάλληλες πολιτικές και μηχανισμούς.
3. Καλλιέργεια επιχειρηματικής κουλτούρας από νωρίς
Η επιχειρηματικότητα πρέπει να πάψει να είναι δαιμονοποιημένη, σημειώνει η κα Σαρρή. Η κουλτούρα της πρωτοβουλίας, της δημιουργικότητας και της αποδοχής του ρίσκου πρέπει να ξεκινά από το σχολείο. Για τον σκοπό αυτό προτείνει πιλοτική εφαρμογή εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα σχολεία της Θεσσαλονίκης, με συμμετοχή των ίδιων των επιχειρήσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να «υιοθετήσουν» σχολεία προσφέροντας έμπνευση, καθοδήγηση και παραδείγματα.
Επιπλέον, προτείνει τη δημιουργία τοπικού επενδυτικού ταμείου για μικρές χρηματοδοτήσεις startup επιχειρήσεων που δεσμεύονται να παραμείνουν και να αναπτυχθούν στη Θεσσαλονίκη. «Θέλουμε κι άλλα παραδείγματα όπως η BETA CAE Systems», υποστηρίζει, αναφερόμενη στην παγκοσμίου φήμης τεχνολογική εταιρεία που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
4. Εξωστρέφεια και διεθνής προβολή
Η πόλη, παρά το δυναμικό της, δεν είναι σήμερα διεθνώς ορατή ως επενδυτικός προορισμός. Το marketing της πόλης απουσιάζει. «Δεν αρκούν οι καμπάνιες προβολής», αναφέρει η καθηγήτρια, «πρέπει να μιλήσεις με στρατηγική, στοιχεία και συγκεκριμένες προτάσεις στους επενδυτές».
Απαιτείται, λοιπόν, στοχευμένη στρατηγική branding, με χαρτογράφηση δυνατοτήτων, ανάδειξη επιτυχημένων παραδειγμάτων και παρουσία της Θεσσαλονίκης σε διεθνή forum και εκθέσεις καινοτομίας.
Το όραμα για τη Θεσσαλονίκη του 2030
Η καθηγήτρια του ΠΑΜΑΚ οραματίζεται τη Θεσσαλονίκη του 2030 ως ένα hub καινοτομίας και τεχνολογίας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη: ένα ζωντανό εργαστήριο όπου λύνονται προβλήματα, δημιουργούνται επιχειρηματικά clusters και οι νέοι επιλέγουν να μείνουν, να δημιουργήσουν και να εξάγουν αξία.
Η αλλαγή, όπως τονίζει, δεν θα έρθει αυτόματα. Θα έρθει όταν οι νέοι αισθανθούν ότι έχουν τον χώρο να χτίσουν το μέλλον τους εδώ, οι επιχειρήσεις συνεργαστούν αντί να ανταγωνίζονται, η διοίκηση λειτουργήσει ως σύμμαχος και όχι ως εμπόδιο, και όταν οι επενδυτές δουν μια πόλη με υποδομές, σχέδιο και ανθρώπους που πιστεύουν στις δυνατότητές της. Αν και η πρόκληση είναι μεγάλη, η Θεσσαλονίκη έχει όλα τα εφόδια να τα καταφέρει με σχέδιο, συμμαχίες και καθημερινή προσπάθεια, και να μετατραπεί σε πρότυπο καινοτομίας και εξωστρέφειας για ολόκληρη τη χώρα.