makedonikanea.gr logo
makedonikanea.gr logo

Κρητική βεντέτα: Οι ρίζες του άγραφου νόμου αίματος, τα Βορίζια και η αντιμετώπιση του φαύλου κύκλου βίας

Ακούστε το άρθρο 8'
06.11.2025 | 08:00
Βορίζια
/Eurokinissi
Σκοτεινές μνήμες ξυπνούν τις τελευταίες μέρες στην Κρήτη μετά την αιματηρή συμπλοκή στα Βορίζια. Μνήμες που οι ντόπιοι μεγαλύτερης, κυρίως, ηλικίας επιθυμούν να ξεχάσουν. Από εποχές -όχι πολύ μακρινές- που η κρητική βεντέτα αποτελούσε τη μόνη γλώσσα επίλυσης των όποιων διαφορών μεταξύ οικογενειών.

Το περασμένο Σαββατοκύριακο η τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού σε ακίνητο ιδιοκτησίας μέλους μιας εκ των δύο εμπλεκομένων οικογενειών στα Βορίζια πυροδότησε μια ένοπλη σύρραξη, με αποτέλεσμα δύο άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους και στο χωριό να επικρατεί μέχρι σήμερα καθεστώς τρόμου. 

Η αιματηρή συμπλοκή με πυροβόλα όπλα μέρα μεσημέρι, το χωρισμένο στα δύο χωριό, τα κλειστά σχολεία και η χρήση ανιχνευτών μετάλλων ακόμη και στις κηδείες των θυμάτων προκαλούν ερωτήματα για την ασφάλεια των κατοίκων και για την ανοχή στην κουλτούρα ανομίας που φαίνεται να υπάρχει στο νησί. 

Ποιος είναι όμως ο λόγος που ο άγραφος νόμος τηρείται ακόμα εν έτει 2025 σε ορισμένα ορεινά χωρά της Κρήτης από ανθρώπους μυημένους στο μίσος και στον φαύλο κύκλο της εκδίκησης και των αντιποίνων και πώς εν τέλει μπορεί να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο; 

Στα παραπάνω ερωτήματα απαντάει ο ομότιμος Καθηγητής Εγκληματολογίας στο ΕΚΠΑ, τακτικός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας Νέστωρ Κουράκης μέσω συνέντευξης του στα Μακεδονικά Νέα. 

-Κύριε Κουράκη, από που φέρει τις καταβολές της η κρητική βεντέτα και ποια τα κύρια χαρακτηριστικά της; 

«Τιμή και φιλότιμο», γράφει κάπου ο κρητικός λογοτέχνης Σταύρος Κατζουράκης, [είναι] «δυο αρετές, δυο αγκωνάρια από τα πολλά που βαστούνε ορθό τον άνθρωπο». Πρόκειται, βέβαια, για αρετές πανάρχαιες, που όταν αμφισβητούνται, οδηγούν συχνά σε εγκλήματα «για λόγους τιμής», ήδη από την εποχή του Ομήρου (πρβλ. Ιλιάδα, Σ, 496 επ.). Σε αυτές ακριβώς τις αρετές, ή μάλλον στην ακραία τους μορφή, βασίζεται και η κρητική βεντέτα, που επιβιώνει ακόμη και σήμερα σε ορισμένες «προνεωτερικές», αγροτικές περιοχές της ορεινής Δυτικής Κρήτης.

Η επίλυση των διαφορών που αναφύονται έπειτα από επίθεση ή προσβολή της τιμής (ακόμη και για ασήμαντο λόγο) προσλαμβάνει εκεί τον χαρακτήρα της αυτοδικίας, με τους πρωταγωνιστές δύο οικογενειών να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους. Θεωρούν, δηλαδή, τα μέλη αυτών των οικογενειών ως αντίθετο με τα ήθη του τόπου τους να προσφύγουν για τις διαφορές τους στην επίσημη (κρατική) δικαιοσύνη ή να υποχωρήσουν ο ένας απέναντι του άλλου.

Το ξεκαθάρισμα της διαφοράς τους με απ’ ευθείας αντιπαράθεση, που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε φόνο, είναι έτσι κάτι που σε πολλές περιπτώσεις φαίνεται αναπόφευκτο, αλλά και επιβεβλημένο από την τοπική τους κοινωνία, ενώ το να κάνει πίσω ο ένας από τους δύο αποτελεί ενέργεια η οποία, τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, συνεπαγόταν κοινωνική απαξίωση και εξευτελισμό, με την έννοια ότι αυτός που υποχωρούσε εθεωρείτο ανίκανος να προασπίζεται την τιμή του και να διεκδικεί το δίκιο του με λεβεντιά και αντρειοσύνη. 

Μέσα στο πλαίσιο αυτής της νοοτροπίας, η διαμάχη ανάμεσα στην οικογένεια του θύματος και του δράστη «μεταβιβαζόταν» και στις διάδοχες γενιές, που διαιώνιζαν έτσι την εχθρότητα με εκατέρωθεν φόνους, μέσα σ’ έναν ατέρμονα κύκλο ανταποδοτικής βίας. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των Πενταράκηδων και Σαρτζετάκηδων, που η διαμάχη τους ξεκίνησε το 1941 και, έως το 1956 έφθασε να αριθμεί 140 νεκρούς άντρες (οι γυναίκες εξαιρούνταν από τέτοιες διαμάχες). 

Βέβαια, κάποια στιγμή οι αντεκδικήσεις αυτές φαίνονταν να μην έχουν πλέον νόημα για τις νεότερες γενιές που αστικοποιούνταν και ήδη ο Αλέκος Σακελλάριος στην ταινία του «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» από το μακρινό 1960 σατιρίζει την ανεδαφικότητα τέτοιων συμπεριφορών βεντέτας στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Όμως και στα ορεινά χωριά η συμφιλίωση («σασμός») δεν είναι άγνωστη και αναλαμβάνεται συνήθως από τους λεγόμενους «μεσίτες» ή «σαστές». Αυτοί, αναβιώνοντας το ομηρικό έθιμο της «αιδέσεως», επιχειρούν ένα συμβιβασμό των δύο μερών με «συντεκνιές» (κουμπαριές) και ιδίως με βαφτίσια ή γάμο μελών από τις δύο αντίπαλες οικογένειες, ώστε να λήξει η αντιπαράθεση. Δεν αποκλείεται βέβαια και η φυγή μελών των αντίπαλων οικογενειών σε άλλα μέρη, μακριά από το σκηνικό των συγκρούσεων.

-Ποια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της αιματηρής συμπλοκής στα Βορίζια; Παραπέμπει η συγκεκριμένη σύγκρουση σε κρητική βεντέτα ή πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση ξεκαθαρίσματος λογαριασμών; 

Τα πρόσφατα αιματηρά γεγονότα στην ορεινή Δυτική Κρήτη δείχνουν ότι εκεί, ακόμη και οι νεότερες γενιές δεν διστάζουν να διεκδικήσουν το όποιο «δίκιο» τους με αυτοδικία, πυροβολώντας αδιακρίτως εναντίον οποιωνδήποτε θεωρούν ως «εχθρούς» της οικογένειάς τους και ανατινάζοντας σπίτια, χωρίς να τηρούν την αρχή της ταυτοπάθειας («οφθαλμός αντί οφθαλμού») και συνεπώς ενεργώντας με ασύμμετρο τρόπο. Όμως, όπως πιστεύω, και αυτή είναι μορφή μιας, έστω μεταλλαγμένης, βεντέτας, καθώς την ώρα της κηδείας των θυμάτων κάποιες μάνες θα ακουστούν και εδώ να ζητούν από τα επιζώντα παιδιά τους να πάρουν εκδίκηση για τους σκοτωμένους συγγενείς. 

-Ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση του φαινομένου; 

Η βεντέτα στηρίζεται σε ένα υποτιθέμενο ηθικό υπόβαθρο «δικαιοσύνης» και, γενικότερα, σε μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα η οποία, επομένως, θα πρέπει να εξαλειφθεί όχι τόσο με μέτρα ποινικής καταστολής, όσο κυρίως μέσω της διαπαιδαγώγησης των μικρών μαθητών (ήδη από το νηπιαγωγείο), και μέσω της λήψης πρωτοβουλιών σε επίπεδο βουλευτών, πολιτικών αρχηγών και πνευματικών προσωπικοτήτων της Κρήτης, που θα τεθούν όλοι μαζί επικεφαλής μιας σταυροφορίας προς αλλαγή αυτής της νοοτροπίας και προς εμπέδωση ενός συμφιλιωτικού πνεύματος για επίλυση των διαφορών, ιδίως με τη μεσολάβηση των τοπικών αρχών κάθε εμπλεκόμενης κοινότητας, δηλαδή του κοινοτάρχη, του δάσκαλου και του ιερέα, που θα λειτουργούν ως «σαστές».

Να σημειωθεί, ότι το έθιμο της βεντέτας έχει καταγραφεί όχι μόνο στην Ελλάδα (πέραν της Δυτικής Κρήτης, και στη Μάνη, όπου υπήρχε ο λεγόμενος γδικιωμός), αλλά και σε άλλες αντίστοιχες περιοχές π.χ. της Αλβανίας, της νότιας Ιταλίας, της Τουρκίας, της Σαρδηνίας και της Κορσικής. Μάλιστα μια τέτοια ιστορία βεντέτας στην Κορσική περιγράφει γλαφυρά ο Προσπέρ Μεριμέ στη νουβέλα του «Κολόμπα» (1840), που έχει μεταφρασθεί και στα ελληνικά.

 

 

 

Αναστασία Κοσμίδου

Tελευταίες Ειδήσεις