Το βραβείο αυτό είναι το τελευταίο από τα φετινά Νόμπελ. Συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 11 εκατομμυρίων κορωνών Σουηδίας (1,2 εκατομμύριο δολάρια).
«Οι βραβευθέντες μας δίδαξαν ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Η οικονομική στασιμότητα, και όχι η ανάπτυξη, ήταν ο κανόνας στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Η δουλειά τους δείχνει ότι πρέπει να γνωρίζουμε τις απειλές για τη συνέχιση της προόδου και να αντιδράμε σ' αυτές», ανακοινώθηκε από την Ακαδημία.
Ο Μοκίρ είναι καθηγητής στο Northwestern University, στο Evanston των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ ο Αγκιόν είναι καθηγητής στο College de France και στο INSEAD, στο Παρίσι, καθώς και στο London School of Economics and Political Science, στη Βρετανία.
Ο Χόουιτ είναι καθηγητής στο Brown University, στο Providence των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Μοκίρ έλαβε το μισό του βραβείου, ενώ το άλλο μισό μοιράστηκε μεταξύ του Αγκιόν και του Χάουιτ.
«Ο Τζόελ Μοκίρ χρησιμοποίησε ιστορικές παρατηρήσεις για να προσδιορίσει τους παράγοντες που είναι απαραίτητοι για τη βιώσιμη ανάπτυξη με βάση τις τεχνολογικές καινοτομίες», δήλωσε ο John Hassler, μέλος της Επιτροπής Νόμπελ.
«Ο Φιλίπ Αγκιόν και ο Πίτερ Χάουιτ δημιούργησαν ένα μαθηματικό μοντέλο δημιουργικής καταστροφής, μια ατέρμονη διαδικασία στην οποία νέα και καλύτερα προϊόντα αντικαθιστούν τα παλιά».
Αν και λίγοι οικονομολόγοι είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό, σχετικά γνωστοί νικητές είναι ο πρώην πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, ο Πολ Κρούγκμαν και ο Μίλτον Φρίντμαν.
Το περσινό βραβείο οικονομικών απονεμήθηκε στους αμερικανούς ακαδημαϊκούς Σάιμον Τζόνσον, Τζέιμς Ρόμπινσον και Ντάρον Ακεμόγλου για την έρευνά τους που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ αποικιοκρατίας και ίδρυσης δημόσιων θεσμών, προκειμένου να εξηγήσει γιατί ορισμένες χώρες έχουν βυθιστεί στη φτώχεια για δεκαετίες.