Το μεταναστευτικό αποτελεί, αναμφισβήτητα, το σημαντικότερο και πλέον επείγον πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι ανεξέλεγκτες ροές μεταναστών από την Αφρική, και ιδιαίτερα από τη Λιβύη, μέσω της Μεσογείου προς τον ευρωπαϊκό νότο, δεν απειλούν μόνο τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, αλλά θέτουν υπό σοβαρή δοκιμασία και τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Οι κοινωνικές ισορροπίες διασαλεύονται, ενώ οι εσωτερικές πολιτικές αντιπαραθέσεις φουντώνουν, συχνά με τοξικό και διχαστικό τρόπο.
Η εργαλειοποίηση της ανθρώπινης δυστυχίας έχει εξελιχθεί σε εργαλείο γεωπολιτικής πίεσης από αυταρχικά καθεστώτα. Η Τουρκία και η Ρωσία, εκμεταλλευόμενες την ανθρωπιστική κρίση που σαρώνει την Αφρική, και δρώντας σε αγαστή συνεργασία με διεφθαρμένες κυβερνήσεις στη Λιβύη και αλλού, διοχετεύουν ανθρώπινες μάζες προς την Ευρώπη. Η γεωγραφική εγγύτητα των χωρών της βόρειας Αφρικής με τον ευρωπαϊκό νότο καθιστά την επιχείρηση αυτή απλή και άκρως αποτελεσματική. Το σχέδιο είναι ξεκάθαρο: πρόκληση αποσταθεροποίησης εντός της Ε.Ε. μέσω μεταναστευτικής πίεσης.
Αυτό το φαινόμενο οξύνει τις ήδη υπάρχουσες αντιφάσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα κράτη-μέλη, αντί να αναζητούν μια κοινή στρατηγική διαχείρισης, υιοθετούν ατομικές και συχνά κοντόφθαλμες πολιτικές. Ο κοινός παρονομαστής αυτών είναι η προσπάθεια κάθε χώρας να επιφορτιστεί με το μικρότερο δυνατό κόστος και βάρος, προκειμένου να αποφύγει τις κοινωνικές εντάσεις που γεννά η παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών στα εδάφη της. Οι λαϊκισμοί ανθούν, οι κυβερνήσεις τρέμουν το πολιτικό κόστος, και τελικά οι αποφάσεις που λαμβάνονται είτε είναι μεσοβέζικες είτε απολύτως ανεπαρκείς.
Η ιδέα των «εύκολων λύσεων» έχει αποδειχθεί ολέθρια αυταπάτη. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη: οι μεταναστευτικές ροές από την Αφρική δεν πρόκειται να σταματήσουν από μόνες τους. Οι αιτίες που τις τροφοδοτούν είναι πολυεπίπεδες – από τη φτώχεια και τους πολέμους, μέχρι την πληθυσμιακή έκρηξη και την οικολογική κρίση. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι κοινωνικά προοδευμένη, πολιτισμικά ανοιχτή και δημοκρατικά ευαίσθητη, καθιστά την ήπειρο ιδιαιτέρως ευάλωτη. Η πίστη στις αρχές του ανθρωπισμού είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα, αλλά και η αχίλλειος πτέρνα της όταν απέναντι βρίσκονται αδίστακτοι και κυνικοί ηγέτες που χρησιμοποιούν τους ανθρώπους ως μοχλό πίεσης.
Από αυτή τη σκοπιά, η μόνη σοβαρή στρατηγική που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα είναι ο έλεγχος των ροών μέσα από αντικίνητρα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Η καταστολή των ροών με στρατιωτικά ή βίαια μέσα προσκρούει ανοιχτά στο ανθρωπιστικό δίκαιο και τις διεθνείς συμβάσεις, ενώ είναι και ηθικά προβληματική. Αντιθέτως, μια μακρόπνοη πολιτική που θα καθιστά σαφές ότι η Ευρώπη δεν είναι ένας ανεξέλεγκτος προορισμός για κάθε οικονομικό μετανάστη, μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Κρίσιμο στοιχείο σε αυτή την προσπάθεια είναι ο σαφής και αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στην προσφυγική και τη μεταναστευτική ιδιότητα. Οι πραγματικοί πρόσφυγες που διαφεύγουν από πολέμους και καταστροφές πρέπει να προστατεύονται, όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο. Όμως οι μετανάστες από ασφαλείς χώρες που επιδιώκουν μια καλύτερη οικονομική προοπτική, οφείλουν να αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Η κράτησή τους σε κλειστές δομές μέχρι την επαναπροώθηση είναι αναγκαία για την αξιοπιστία του ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου.
Η δράση των διακινητών ανθρώπων πρέπει να αντιμετωπιστεί με μηδενική ανοχή. Τα κυκλώματα αυτά δρουν ανενόχλητα στη Λιβύη, με την ανοχή ή και τη συνεργασία κρατικών φορέων. Χρησιμοποιούν ανθρώπους απελπισμένους, τους υπόσχονται έναν παράδεισο στην Ευρώπη και τελικά τους οδηγούν σε θανάτους, κακοποίηση και εκμετάλλευση. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να κινηθούν συντονισμένα και ανελέητα εναντίον τους, όχι με ρητορική αλλά με πράξεις: κυρώσεις, καταστροφή των υποδομών τους, και πλήρης διακοπή συνεργασιών με κράτη που τους παρέχουν κάλυψη.
Παραδείγματα υπάρχουν. Χώρες όπως η Δανία, με σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, έχουν υιοθετήσει ιδιαίτερα αυστηρές πολιτικές απέναντι στο μεταναστευτικό. Η επαναπροώθηση και ο περιορισμός των ροών δεν αποτελούν ταμπού, αλλά αναγκαία εργαλεία για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Το ίδιο ισχύει για την Ολλανδία και το Βέλγιο, χώρες με κεντροαριστερές κυβερνήσεις που έχουν υιοθετήσει σκληρή γραμμή, ακριβώς γιατί αντιλαμβάνονται πως η ανοχή χωρίς όρια οδηγεί στη διάλυση των κοινωνικών δεσμών και την άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων.
Αντίθετα, πολιτικές δυνάμεις που ακολουθούν μεσοβέζικες ή ακόμα και τυχοδιωκτικές τακτικές στο ζήτημα αυτό, δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να συντηρούν την κρίση. Η ατολμία, η ιδεολογική τύφλωση και η ανικανότητα να ειπωθούν σκληρές αλήθειες δημιουργούν το τέλειο έδαφος για την εκμετάλλευση της κατάστασης από εχθρικούς γεωπολιτικούς παράγοντες. Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να διατηρεί αυταπάτες. Η αντιμετώπιση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος απαιτεί πολιτική βούληση, ψυχραιμία και αποφασιστικότητα – όχι ευχολόγια και ηθικολογίες.
Εν κατακλείδι, εύκολες λύσεις στο μεταναστευτικό δεν υπάρχουν. Οι πραγματικές λύσεις είναι δύσκολες, επίπονες και πολιτικά επικίνδυνες. Όμως η αδράνεια και η αφέλεια είναι συνταγές καταστροφής. Η ιδεολογικοποίηση ενός τόσο σοβαρού ζητήματος από πολιτικές δυνάμεις, είτε της δεξιάς είτε της αριστεράς, απλώς κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλί – μέχρι να έρθει η επόμενη κρίση και να εκραγεί στα χέρια όλων. Αν η Ευρώπη θέλει να παραμείνει μια ενωμένη, δημοκρατική και κοινωνικά δίκαιη ήπειρος, οφείλει να προστατεύσει τα σύνορά της και τη συνοχή της – όχι με όπλα, αλλά με πολιτική λογική και αποφασιστικότητα.
*Ο κ. Σταύρος Γκουγκουλούδης είναι δικηγόρος