«Ο τρόπος που λες τ’ όνομά μου» είναι ο τίτλος του πρόσφατου βιβλίου του, το οποίο εκδόθηκε τον περασμένο Μάιο και μπορούν πλέον οι αναγνώστες να το βρουν στα βιβλιοπωλεία.
Ο αγαπημένος ηθοποιός και συγγραφέας μιλά στα Μακεδονικά Νέα για τη λογοτεχνία, την υποκριτική και τα βιβλία του, ενώ απαντά στο εάν έχει βάλει οριστικό «όχι» στην ενδεχόμενη επιστροφή του στο θέατρο, το σινεμά ή την τηλεόραση.
Στο ερώτημα εάν οι Θεσσαλονικείς επιλέγουν να διαβάζουν βιβλία, ο κ. Κρομμύδας τόνισε ότι «η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να είναι μια πόλη με έντονη πολιτιστική ταυτότητα. Βλέπω πολύ ζεστή ανταπόκριση όταν παρουσιάζω τα βιβλία μου εκεί. Υπάρχουν αναγνώστες, υπάρχουν λέσχες ανάγνωσης, υπάρχουν νέοι άνθρωποι που διαβάζουν. Ίσως όχι στο ποσοστό που θα θέλαμε, αλλά υπάρχει ακόμα δυναμική. Χρειάζεται στήριξη από την Πολιτεία και τα μέσα, ώστε να μην μείνει μόνος ο κόσμος του βιβλίου».
Ο γνωστός ηθοποιός και συγγραφέας, στο πρόσφατο βιβλίο του, μιλά -μεταξύ άλλων- για τη μοναξιά. Όπως είπε στα Μακεδονικά Νέα, «η μοναξιά δεν εξαρτάται από την απουσία ανθρώπων γύρω σου, αλλά από την απουσία σύνδεσης. Όλοι έχουμε βρεθεί κάποια στιγμή σε ένα τραπέζι ή μια συντροφιά και παρ’ όλα αυτά νιώσαμε μόνοι. Προσωπικά, το γράψιμο ήταν πάντα μια διαφυγή, ένας τρόπος να επεξεργαστώ τέτοια συναισθήματα».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Κώστα Κρομμύδα στον Γαβριήλ Χατζηνόπουλο:
-Τον Μάιο του 2012 εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο: «Μπαμπά, μεγάλωσέ με». Μετά από 13 χρόνια συγγραφής, ποια είναι τα συναισθήματά σας και τι εισπράξατε όλο αυτό το διάστημα από το αναγνωστικό σας κοινό;
Το πρώτο μου βιβλίο ήταν για μένα ένα εσωτερικό ξέσπασμα, μια ανάγκη έκφρασης που δεν μπορούσε να μείνει ανείπωτη. Δεκατρία χρόνια μετά, νιώθω ευγνωμοσύνη. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι συγκινητική και η επαφή με τους αναγνώστες μου, είτε μέσα από μηνύματα είτε σε παρουσιάσεις, είναι αυτό που δίνει νόημα σε κάθε λέξη που γράφω. Εισπράττω αγάπη, εμπιστοσύνη και πολλές φορές μια σύνδεση βαθύτερη από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
-Είστε απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, έχετε πρωταγωνιστήσει σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές, σε παραστάσεις στο θέατρο και σε ταινίες στο σινεμά. Όμως, τελικά φαίνεται να σας κερδίζει η συγγραφή. Τι ήταν αυτό που σας έκανε να αφοσιωθείτε στα βιβλία;
Η συγγραφή είναι για μένα ένα είδος ελευθερίας. Στην υποκριτική ερμηνεύεις έναν ρόλο· στη συγγραφή τους δημιουργείς. Το χαρτί με άφησε να πω τις δικές μου ιστορίες με τον δικό μου τρόπο, χωρίς όρια, χωρίς περιορισμούς. Και εκεί βρήκα τον εαυτό μου. Δεν απομακρύνθηκα από την υποκριτική, αλλά η συγγραφή με κάλεσε να αφιερωθώ ψυχή τε και σώματι.
-Στο τελευταίο σας βιβλίο με τίτλο: «Ο τρόπος που λες τ’ όνομά μου», μιλάτε -μεταξύ άλλων- για τη μοναξιά και για το πόσο δύσκολο είναι να ζεις μόνος… με παρέα. Υπήρξαν στιγμές που νιώσατε μοναξιά, ενώ είχατε πλάι σας ανθρώπους; Πώς τις διαχειριστήκατε;
Ναι, φυσικά. Η μοναξιά δεν εξαρτάται από την απουσία ανθρώπων γύρω σου, αλλά από την απουσία σύνδεσης. Όλοι έχουμε βρεθεί κάποια στιγμή σε ένα τραπέζι ή μια συντροφιά και παρ’ όλα αυτά νιώσαμε μόνοι. Προσωπικά, το γράψιμο ήταν πάντα μια διαφυγή, ένας τρόπος να επεξεργαστώ τέτοια συναισθήματα. Και όσο μεγαλώνεις, μαθαίνεις να αναγνωρίζεις αυτές τις στιγμές και να μην τις φοβάσαι. Είναι ανθρώπινες.
-Θεωρείτε ότι η μοναξιά μέσα σε πλήθος αποτελεί κοινωνικό φαινόμενο της σύγχρονης κοινωνίας μας; Για ποιο λόγο πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Απολύτως. Ζούμε στην εποχή της υπερ-σύνδεσης, αλλά συχνά αυτή η σύνδεση είναι επιφανειακή. Η τεχνολογία μάς έφερε πιο κοντά μεν, αλλά απομάκρυνε το ουσιαστικό. Δεν ακούμε τον άλλον, απλώς περιμένουμε να μιλήσουμε. Κι έτσι, μέσα στο πλήθος, νιώθουμε αόρατοι. Το να αισθάνεσαι ότι δεν σε βλέπουν, δεν σε ακούν, είναι η πιο βαριά μορφή μοναξιάς.
-Ποιες είναι οι βασικές πηγές έμπνευσής σας για τη συγγραφή των βιβλίων σας και κατά πόσο αλλάζουν στον χρόνο;
Η έμπνευσή μου έρχεται από την ίδια τη ζωή. Από ιστορίες που ακούω, από ταξίδια, από μικρές ανθρώπινες στιγμές που κουβαλούν κάτι βαθύτερο. Τα τελευταία χρόνια, με ενδιαφέρει ακόμα περισσότερο το πώς επηρεάζει η Ιστορία το άτομο, και όχι μόνο το αντίστροφο. Με τα χρόνια αλλάζει η ματιά μου, ωριμάζει, και μαζί της αλλάζουν και τα θέματα που με απασχολούν.
-Κατά τη δεκαετία του ’80 η Θεσσαλονίκη ήταν πρώτη πόλη σε φιλαναγνωσία. Υπάρχουν στοιχεία που να φανερώνουν τη σημερινή κατάσταση και το κατά πόσο οι Θεσσαλονικείς συνεχίζουν να διαβάζουν βιβλία;
Η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να είναι μια πόλη με έντονη πολιτιστική ταυτότητα. Βλέπω πολύ ζεστή ανταπόκριση όταν παρουσιάζω τα βιβλία μου εκεί. Υπάρχουν αναγνώστες, υπάρχουν λέσχες ανάγνωσης, υπάρχουν νέοι άνθρωποι που διαβάζουν. Ίσως όχι στο ποσοστό που θα θέλαμε, αλλά υπάρχει ακόμα δυναμική. Χρειάζεται στήριξη από την Πολιτεία και τα μέσα, ώστε να μην μείνει μόνος ο κόσμος του βιβλίου.
-Σε ποιο βαθμό έχει επηρεαστεί η συγγραφή και έκδοση βιβλίων συγκριτικά με την εξέλιξη της τεχνολογίας; Θα λέγατε ότι επηρεάζει αρνητικά την ύπαρξη και συνέχεια του βιβλίου στις ζωές μας;
Η τεχνολογία είναι εργαλείο – και εξαρτάται από το πώς τη χρησιμοποιούμε. Από τη μία, έχει βοηθήσει στη διάδοση των βιβλίων, στην έκδοση e-books, στην επικοινωνία με το κοινό. Από την άλλη, αποσπά την προσοχή μας, μειώνει τον χρόνο συγκέντρωσης. Το στοίχημα είναι να διατηρήσουμε τη βαθύτερη επαφή με το βιβλίο, πέρα από την ευκολία της οθόνης.
-Τι είδους βιβλία διαβάζει η νεολαία στην Ελλάδα σήμερα; Είμαστε ικανοποιημένοι σε σχέση με τα βιβλία για τα οποία ενδιαφέρονται;
Οι νέοι διαβάζουν περισσότερο από ό,τι νομίζουμε. Ίσως όχι πάντα τα βιβλία που εμείς θα προτιμούσαμε, αλλά σημασία έχει ότι διαβάζουν. Από τη φαντασία και το young adult μέχρι κοινωνικά και ψυχολογικά μυθιστορήματα. Το βασικό είναι να αγαπήσουν το διάβασμα. Από εκεί και πέρα, η ποιότητα ακολουθεί, αρκεί να υπάρχει πρόσβαση και σωστή καθοδήγηση.
-Τελικά, η ανάγνωση βιβλίων είναι από μόνη της ικανή για να ανοίξει το πνεύμα του αναγνώστη;
Η ανάγνωση δεν είναι απλώς απόδραση· είναι εμβάθυνση. Σε κάνει να σκεφτείς, να μπεις στη θέση του άλλου, να αμφισβητήσεις, να πονέσεις και να χαρείς μαζί του. Είναι ένα εσωτερικό ταξίδι. Ναι, πιστεύω ότι ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο – κι αυτό, αν δεν είναι άνοιγμα πνεύματος, τότε τι είναι;
-Όλα αυτά τα χρόνια που αφοσιωθήκατε στη συγγραφή, είχατε προτάσεις που να αφορούσαν στην υποκριτική; Τι σας έκανε να τις απορρίψετε;
Υπήρξαν κάποιες προτάσεις, ναι, αλλά η συγγραφή είχε γίνει πλέον το κέντρο της δημιουργικότητάς μου. Για να επιστρέψω στην υποκριτική, θα έπρεπε να υπάρξει κάτι που να με συγκινήσει βαθιά. Δεν λέω «όχι» οριστικά. Απλώς τώρα, το να αφηγούμαι ιστορίες με λέξεις, με γεμίζει περισσότερο.
-Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας στο μέλλον; Τι θα θέλατε να κάνετε τα επόμενα χρόνια και πού στοχεύετε να φτάσετε;
Θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω όσο έχω κάτι να πω. Να εξελίσσομαι, να τολμώ νέα είδη, ίσως να γράψω και για το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Όνειρό μου είναι κάποια από τα βιβλία μου να πάρουν μορφή στην οθόνη. Πάνω απ’ όλα, όμως, θέλω να παραμείνω αληθινός απέναντι στον αναγνώστη και στον εαυτό μου.
