Διότι, δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι οι πολιτικές ευκαιρίες, όπως και τα λάθη, δεν μετριούνται με το… ημερολόγιο, αλλά με την ένταση των γεγονότων, τη δυναμική που αναπτύσσεται στην κοινωνία και φυσικά τη διαχείριση του απρόβλεπτου. Αν, λοιπόν, ένας χρόνος αρκεί είτε για να εμπεδωθεί μια στρατηγική είτε να αμφισβητηθεί ένα αφήγημα, αναλογιστείτε τι μπορεί να συμβεί σε έξι χρόνια. Τόσα ακριβώς συμπληρώθηκαν χθες από τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 και την ορκωμοσία του Κυριάκου Μητσοτάκη ως Πρωθυπουργού της χώρας.
Έκτοτε κύλησε αμέτρητο νερό στο… πολιτικό αυλάκι, με αποτέλεσμα σήμερα η Ελλάδα να βιώνει μια από τις μακροβιότερες, πιο ουσιαστικές και πιο συνεκτικές περιόδους διακυβέρνησης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το συμπέρασμα αυτό αποκτά μεγαλύτερη αξία αν σκεφτούμε τις απαιτητικές στιγμές που βιώσαμε σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.
Η Ελλάδα του 2019…
Το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέλαβε μια Ελλάδα εξουθενωμένη από τα μνημόνια, η οποία προσπαθούσε να επουλώσει τις «πληγές» της δεκαετούς οικονομικής κρίσης. Με σχεδόν μηδενική αξιοπιστία στο εξωτερικό εξαιτίας όσων προηγήθηκαν λόγω του δημοψηφίσματος του 2015, με μια οικονομία χαμηλής παραγωγικής δυνατότητας, με μια κοινωνία βαθιά διχασμένη και αμέτρητα «τραύματα» στο κράτος δικαίου, τη δημόσια διοίκηση, την επιχειρηματικότητα, την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
…και η Ελλάδα του 2025
Σήμερα, η Ελλάδα του 2025 είναι μια εντελώς διαφορετική χώρα. Με άλλη νοοτροπία και προτεραιότητες. Η οικονομία αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, το δημόσιο χρέος μειώνεται, οι επενδύσεις αυξάνονται, η φοροδιαφυγή περιορίζεται, το κράτος εξυπηρετεί τους πολίτες με ψηφιακά μέσα, τα πανεπιστήμια εκσυγχρονίζονται, η χώρα είναι θωρακισμένη αμυντικά και οι μεγάλες υποδομές προχωρούν με ταχύτατους ρυθμούς. Και αυτό διότι, η κυβερνητική πολιτική που υλοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης βασίζεται στο τρίπτυχο σταθερότητα, αξιοπιστία, αποτελεσματικότητα.
Η συγκεκριμένη φιλοσοφία δεν άλλαξε ούτε όταν το Μέγαρο Μαξίμου βρέθηκε ενώπιον της υβριδικής εισβολής στον Έβρο το 2020, της πανδημίας του κορωνοϊού που ακολούθησε, της αβεβαιότητας που προκάλεσε στην υφήλιο η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, της αύξησης του πληθωρισμού, του μεταναστευτικού και τις πιέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Κάθε μια από αυτές τις κρίσεις μπορούσαν να εκτροχιάσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση. Απεναντίας, εκείνη του Κυριάκου Μητσοτάκη όχι μόνο επιβίωσε πολιτικά, αλλά κατάφερε να προχωρήσει σε σημαντικές θεσμικές τομές, ορισμένες εκ των οποίων θεωρούνταν ανέφικτες για δεκαετίες.
Οι θεσμικές τομές που κάποτε έμοιαζαν ανέφικτες
Για παράδειγμα η ψηφιακή πλατφόρμα Gov.gr άλλαξε ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αλληλεπιδρούν με το Δημόσιο. Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και η νομοθετική πρωτοβουλία για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων άνοιξαν νέο κεφάλαιο για την παιδεία στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή η αναβάθμιση της Πολιτικής Προστασίας με το «112» και η δημιουργία ενιαίων δομών αντιμετώπισης κρίσεων απέδειξαν στο πεδίο πως η Ελλάδα αποκτά έναν πιο οργανωμένο μηχανισμό πρόληψης και αντίδρασης.Σημαντικές εξελίξεις υπήρξαν και στον τομέα της Άμυνας, με μεγάλες εξοπλιστικές συμφωνίες που ενίσχυσαν την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Παράλληλα, προχώρησε η ολοκλήρωση του Κτηματολογίου, των δασικών χαρτών και η έναρξη υλοποίησης εμβληματικών υποδομών.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του ΕΣΥ εν μέσω πανδημίας, τις διαδοχικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, το «ξεπάγωμα» των αυξήσεων στον δημόσιο τομέα, την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, την οριστική κατάργηση περίπου 80 φόρων και τη μετάβαση της εθνικής οικονομίας μας από τη φάση της επιβίωσης στη φάση της ανάπτυξης, ήτανστοχευμένες πολιτικές που ενίσχυσαν σημαντικά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την κυβέρνηση. Και εκείνοι, με τη σειρά τους, έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία δεύτερη συνεχόμενη αυτοδύναμη εντολή διακυβέρνησης στις εθνικές εκλογές του 2023, με αύξηση μάλιστα των εκλογικών ποσοστών, κάτι που καταγράφηκε για πρώτη φορά στα Μεταπολιτευτικά χρονικά. Αυτή η εμπιστοσύνη έφερε με τη σειρά της την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τα ιστορικά ρεκόρ όσον αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και τη μείωση της ανεργίας κάτω από το 8%, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες.
Οι αστοχίες
Όπως κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει την πρόοδο που έχει σημειωθεί, από την επαναφορά της χώρας στον πυρήνα της Ευρώπης και τη σταθεροποίηση της οικονομίας, μέχρι τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, την άμυνα, την ψηφιακή διακυβέρνηση και την παιδεία, έτσι και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλα έχουν διορθωθεί ή ότι δεν έχουν γίνει λάθη. Άλλωστε, καμία πορεία δεν είναι αλάνθαστη. Η τραγωδία στα Τέμπη, οι παράνομες επιδοτήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, η επιβάρυνση από την ακρίβεια και η πίεση που προκαλεί στη μεσαία τάξη, προκάλεσαν «ρωγμές» στην κυβερνητική εικόνα. Όμως, αν μη τι άλλο, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αποδείξει πως έχει το πολιτικό θάρρος να αναγνωρίζει τα λάθη της, να αποδίδει ευθύνες και να προχωρά σε διορθώσεις.
Τα στοιχήματα του 2027 και το σημείο καμπής για την Ελλάδα
Ως εκ τούτου, το κρίσιμο διακύβευμα που έχει μπροστά της είναι να μετουσιώσει την οικονομική πρόοδο σε χειροπιαστή βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, να διαλύσει τις παθογένειες του χθες και η Ελλάδα το 2027 να είναι μια χώρα ακόμα πιο σύγχρονη και ασφαλής. Η εξάλειψη των παθογενειών του κράτους, με τον σιδηρόδρομο και τον ΟΠΕΚΕΠΕ να αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αποτελούν στοιχήματα που πρέπει να κερδηθούν.
Καθώς, λοιπόν, το πολιτικό ρολόι μετράει αντίστροφα, την ώρα της κάλπης η σύγκριση δεν θα γίνεται μόνο με το παρελθόν, αλλά πρωτίστως με το μέλλον που προσδοκούν οι πολίτες. Γιατί, σε τελική ανάλυση, εκείνο θα είναι το σημείο καμπής αναφορικά με το εάν η Ελλάδα θα αφήσει οριστικά πίσω της τον φαύλο κύκλο των κρίσεων ή αν θα τον ξαναζήσει από την αρχή. Πίσω από το παραβάν οι πολίτες δεν θα συγκρίνουν υποσχέσεις με πράξεις. Θα συγκρίνουν την Ελλάδα του 2027 με την Ελλάδα του 2019.
